ἀποιδίσκομαι

ἀποιδίσκομαι
ἀποιδ-ίσκομαι,
A = ἀποιδέω, Hp.Int.41.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αποιδίσκομαι — ἀποιδίσκομαι κ. ἀποιδῶ ( έω) (Α) φουσκώνω, πρήζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)* + οιδίσκομαι κ. οιδώ «φουσκώνω, πρήζομαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”